ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Αγχώδης διαταραχές

Άγχος αποχωρισμού

Τα νήπια και τα παιδιά προσχολικής ηλικία είναι φυσιολογικό να εκδηλώνουν άγχος, έως έναν βαθμό, σε περιπτώσεις απομάκρυνσης από το σπίτι και πραγματικού ή ενδεχόμενου αποχωρισμού από τα άτομα στα οποία είναι προσκολλημένα . Όταν όμως το άγxoς αυτό παρουσιάζεται με υπερβολική ένταση και εκδηλώνεται μάλιστα σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, τότε ίσως αποτελεί ένδειξη της διαταραχής άγχους του αποχωρισμού.

Σύμφωνα με το DSM-IV(ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ) , η διαταραχή άγχους του αποχωρισμού είναι η μοναδική που διαγιγνώσκεται για πρώτη φορά στην παιδική ηλικία. Προκειμένου για τη διάγνωση θα πρέπει το εκδηλούμενο άγχος να είναι δυσανάλoγo της ηλικίας και του επιπέδου ανάπτυξης του παιδιού , να εμφανίζεται με ασυνήθιστη ένταση και να συνδέεται με προβλήματα κοινωνικής λειτουργικότητας. . Να σημειωθεί εδώ ότι το άγχος του αποχωρισμού θεωρείται ένα φυσιολογικό αναπτυξιακό φαινόμενο για τις ηλικίες των 7μηνών έως 6 περίπου ετών.

Στη διαταραχή αυτή τα παιδιά διακατέχονται από φόβο και έντονη ανησυχία που εστιάζεται στην πιθανότητα μήπως συμβεί κάτι κακό στο άτομο που τα φροντίζει – που συνήθως είναι ο γονέας . Για παράδειγμα φοβούνται μήπως οι γονείς τους πάθουν ένα ατύχημα και πεθάνουν ή ότι στα ίδια θα συμβεί κάτι δυσάρεστο , ότι θα χαθούν κάπου, θα τα κλέψουν, κι έτσι δεν θα ξανασμίξουν με τους δικούς τους. Το μοτίβο αυτό μπορεί συχνά να κυριαρχεί και σε νυχτερινούς εφιάλτες.

Εξαιτίας του άγχους που βιώνουν τα παιδιά στην συγκεκριμένη διαταραχή , πολλές φορές τείνουν να αποφεύγουν κάποιες καταστάσεις . Μπορεί συχνά να αποφεύγουν να απομακρυνθούν από το σπίτι τους ή ζητούν από τους γονείς τους να βρίσκονται κοντά στο τηλέφωνο όταν αυτά πάνε κάπου μόνα τους. Τα μικρότερα παιδιά μπορεί να είναι συνέχεια πίσω από τη μητέρα τους και να την ακολουθούν σε όλες της τις κινήσεις. Τα πιο μεγάλα παιδιά μπορεί να ζητούν οπωσδήποτε τη συνοδεία της μητέρας για να πάνε κάπου . Σε έντονες περιπτώσεις τα παιδιά αυτά μπορεί να αρνούνται να κοιμηθούν στο δωμάτιό τους και να γίνονται η σκιά των γονιών τους. Όταν η προσκόλληση αυτή απειληθεί, το παιδί ξεσπά σε κλάματα , κρέμεται στην κυριολεξία από τον γονέα συγκρατώντας τον για να μην φύγει , ή πέφτει σε κρίση πανικού .

Είναι πιθανό επίσης για τα παιδιά το πρωί να βρίσκουν διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να καθυστερήσουν ή να μην πάνε καθόλου στο σχολείο. Έτσι, μπορεί για παράδειγμα κάθε πρωί να παραπονιούνται για κοιλόπονο ή για κάποια άλλη αδιαθεσία.


Κοινωνική φοβία

Η διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από τον έντονο και επίμονο φόβο που διακατέχει το άτομο σε συνθήκες κοινωνικής συναναστροφή ς ή συναλλαγή . Σε τέτοιες περιπτώσεις , το άτομο φοβάται ότι θα περιέλθει σε καταστάσεις αμηχανίας και σύγχυσης. Ο φόβος στις καταστάσεις αυτές υφαίνεται γύρω από την αίσθηση του ατόμου ότι είναι εκτεθειμένο στην παρατήρηση, την κριτική ή τον έλεγχο των άλλων,ιδιαίτερα εάν είναι άγνωστοι. Υπό αυτό το πρίσμα, το άτομο με κοινωνική φοβία αντιδρά με έντονο άγχος, κοκκινίζει, τρέμει, νομίζει ότι θα τα χάσει ή ότι θα λιποθυμήσει , δεν μπορεί να καταπιεί και θέλει να τραπεί σε φυγή . Σε σοβαρές περιπτώσεις ενδέχεται να οδηγηθεί στην εκδήλωση αντίδρασης πανικού . Για τον λόγο αυτόν , τα άτομα με κοινωνική φοβία τείνουν να αποφεύγουν τέτοιες καταστάσεις – ή τις υπομένουν αλλά τις βιώνουν με υπερβολική ένταση.


Τα παιδιά και οι έφηβοι με κοινωνική φοβία έχουν συνήθως πολύ λίγους φίλους , είναι απρόθυμοι να συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες και θεωρούνται ήσυχοι και συνεσταλμένοι τόσο από τους γονείς όσο και από τους συνομιλήκους τους . Στο σχολείο , τα παιδιά με κοινωνική φοβία εμφανίζονται ιδιαίτερα φοβισμένα σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων, όπως για παράδειγμα όταν χρειάζεται να διαβάσουν φωναχτά, να πάρουν το λόγο στην τάξη, να ζητήσουν βοήθεια από το δάσκαλο , κλπ. Χρειάζονται πολλή ενθάρρυνση προκειμένου να συμμετάσχουν σε εκδηλώσεις ομαδικού χαρακτήρα, ενώ συχνά αποφεύγουν να πηγαίνουν στις σχολικές εκδρομές. Συνήθως τα παιδιά αυτά περιγράφονται από τους δασκάλους τους ως μοναχικά και απομονωμένα από τους υπόλοιπους συμμαθητές τους.


Παρόμοια συμπεριφορά είναι δυνατόν να εκδηλώνεται ακόμα και μέσα στα πλαίσια του οικογενειακού περιβάλλοντος. Τα παιδιά με κοινωνική φοβία ενδέχεται να απομονώνονται όταν υπάρχουν επισκέπτες στο σπίτι, ενώ συνεχώς προσπαθούν να μένουν απαρατήρητα – τελικά όμως οδηγούνται στο εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα, να γίνονται δηλαδή το επίκεντρο της προσοχής των άλλων , κάτι που επιδεινώνει την κατάστασή τους .


Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή

Τα άτομα με τη διαταραχή αυτή χαρακτηρίζονται από υπερβολικό και ανεξέλεγκτο άγχος , που προκαλείται από μία σειρά γεγονότων ή δραστηριοτήτων (όπως δουλειά ή σχολική επίδοση) τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας, για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών . Προκειμένου να διαγνωσθεί η συγκεκριμένη διαταραχή στους ενήλικες απαιτείται η παρουσία τριών τουλάχιστον από τα έξι συμπτώματα , ενώ για τα παιδιά είναι αρκετή η παρουσία ενός μόνο συμπτώματος από τα παρακάτω:

  • νευρικότητα, εσωτερική ανησυχία ή τεντωμένα νεύρα

  • εύκολη κόπωση

  • δυσκολία στη συγκέντρωση ή αίσθημα πως το μυαλό είναι άδειο

  • ευερεθιστότητα

  • μυϊκή τάση

  • διαταραχή ύπνου

Το άτομο με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή ανησυχεί υπερβολικά για μία σειρά γεγονότων της ζωής του που συνήθως αφορούν τα καθημερινά προβλήματα, όπως η δουλειά, τα οικονομικά, η υγεία των μελών της οικογένειας , οι κοινωνικές σχέσεις.Σε ορισμένες βέβαια περιπτώσεις το εκδηλούμενο άγχος μπορεί να συνδέεται με γεγονότα που αφορούν το μέλλον, ή ακόμα και το παρελθόν, όπως για παράδειγμα η έναρξη φοίτησης του παιδιού στο σχολείο, ο θάνατος ή η ασθένεια κάποιου μέλους της οικογένειας .


Τα παιδιά που παρουσιάζουν τη διαταραχή αυτή μπορεί να ανησυχούν υπερβολικά για τις επιδόσεις τους στο σχολείο ή για τις σχέσεις τους με τα άλλα παιδιά. Πολλές φορές νιώθουν να βρίσκονται σε μεγάλη ένταση και αγωνιούν μήπως οι ικανότητές τους πέσουν κάτω από τα όρια που τα ίδια θέτουν για τον εαυτό τους , δίνοντας έτσι την εντύπωση του τελειομανή . Επίσης , κάποια παιδιά εμφανίζονται ιδιαίτερα δειλά και ντροπαλά , με εμφανή έλλειψη αυτοπεποίθησης και κοινωνικά απομονωμένα. Ακριβώς γι’ αυτό χρειάζονται αλλά και επιδιώκουν την ενθάρρυνση και την επιδοκιμασία από τους γονείς και τους δασκάλους τους .

Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή

Τα βασικά χαρακτηριστικά της διαταραχής είναι οι επαναλαμβανόμενες ιδεοληψίες και οι ψυχαναγκασμοί με τους οποίους το άτομο ασχολείται τουλάχιστον για μία ώρα την ημέρα και οι οποίοι το καταπονούν και προκαλούν προβλήματα στην λειτουργικότητά του.


Ιδεοληψίες : Πρόκειται για επίμονες και επαναλαμβανόμενες ιδέες ή παρορμήσεις που εισβάλλουν αθέλητα στη σκέψη του ατόμου προκαλώντας έντονο άγχος. Συνηθισμένες είναι οι σκέψεις μόλυνσης (π.χ, μήπως το άτομο μολυνθεί κάνοντας χειραψία) , αμφιβολίας (εάν κλείδωσε την πόρτα ή έκλεισε τον διακόπτη) , τάξης ή τακτοποίησης (έντονη δυσφορία αν κάποια αντικείμενα δεν είναι τακτοποιημένα συμμετρικά) . Επίσης, οι ιδεοληπτικές πεποιθήσεις έχουν συχνά «μαγική» υφή (π.χ, ότι αν σκεφτεί κάτι κακό, θα πεθάνει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο) . Το άτομο προσπαθεί να αγνοήσει τις ιδεοληψίες , να τις καταπιέσει ή να τις εξουδετερώσει με κάποια πράξη, με κάποιον καταναγκασμό.

Τα παιδιά αναφέρουν συνήθως ιδεοληψίες που έχουν σχέση με φόβους γύρω από διάφορες μολύνσεις ή ανίατες ασθένειες.

Καταναγκασμοί ή ψυχαναγκασμοί : Πρόκειται για επαναλαμβανόμενες πράξεις και συμπεριφορές , τις οποίες το άτομο νιώθει αναγκασμένο να εκτελέσει και οι οποίες ανταποκρίνονται σε κάποιους κανόνες που έχει κατασκευάσει το ίδιο . Οι πράξεις αυτές επιτελούνται προκειμένου να μειώσουν το άγχος που προκαλούν οι ιδεοληψίες . Ωστόσο , πολλές φορές η εκτέλεση της ιδεοψυχαναγκαστικής πράξης προκαλεί στο άτομο ακόμα μεγαλύτερο άγχος, ιδιαίτερα αν χρειάζεται να αφιερώσει πολύ χρόνο σ’ αυτήν. Συνήθως οι ψυχαναγκασμοί παίρνουν τη μορφή μετρήματος (π.χ, το άτομο πρέπει να μετρήσει δύο φορές τον αριθμό των παραθύρων του σπιτιού κάθε φορά που θα βγει έξω) , τακτοποίησης ή μετακίνησης πραγμάτων κατά κάποιον ειδικό τρόπο , πλυσίματος (το άτομο μπορεί να γδάρει σχεδόν τα χέρια του από το επανειλημμένο πλύσιμο μέχρι να ανακουφίσει το άγχος του για ενδεχόμενη μόλυνση), ή τελετουργικών κινήσεων .

Οι ψυχαναγκασμοί των παιδιών αφορούν κυρίως σε θέματα που σχετίζονται με την καθαριότητα, τον έλεγχο και την τακτοποίηση πραγμάτων .

Διαταραχή μετά από τραυματικό στρες

Τα άτομα με τη διαταραχή αυτή παρουσιάζουν επίμονο άγχος ως επακόλουθο ενός τραυματικού γεγονότος που βίωσαν και το οποίο είναι ασυνήθιστο στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας. Τέτοιου είδους γεγονότα μπορεί να είναι φυσικές καταστροφές , όπως ένας σεισμός , ή περιστάσεις κατά τις οποίες το άτομο γίνεται αυτόπτης μάρτυρας κάποιου εγκλήματος , βιασμού , βασανισμού ή άλλης βίαιης ενέργειας.

Τα τυπικά συμπτώματα της διαταραχής αυτής είναι:

  • η αναβίωση της τραυματικής εμπειρίας διαμέσου ονείρων ή.σκέψεων

  • η επίμονη τάση αποφυγής ερεθισμάτων

  • που υπενθυμίζουν την αρχική τραυματική εμπειρία και η μείωση της απαντητικότητας σε αυτά τα ερεθίσματα

  • επίμονη υπερεγρήγορση .

Το παιδί με τη διαταραχή αυτή διακρίνεται από την τάση να προσπαθεί επίμονα να αποφύγει σκέψεις , συναισθήματα ή συζητήσεις που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός καθώς και δραστηριότητες, τόπους ή ανθρώπους που προκαλούν ανακλήσεις του τραύματος . Επίσης , μπορεί να μειωθεί το ενδιαφέρον και η συμμετοχή του σε σημαντικές δραστηριότητες και να χαρακτηρίζεται από το αίσθημα της απομάκρυνσης και της αποξένωσής του από τους άλλους. Μπορεί ακόμα να έχει διαταραχές ύπνου, εκρήξεις θυμού, δυσκολίες συγκέντρωσης.

Διαταραχή πανικού

Χαρακτηρίζεται από ξαφνικές προσβολές έντονου άγχους , δυσφορίας και φόβου, ενώ συνοδευτικά εκδηλώνεται μία σειρά σωματικών συμπτωμάτων , τα βασικότερα από τα οποία είναι η ταχυκαρδία , η εφίδρωση , το αίσθημα ασφυξίας ή πνιγμονής, η ζάλη ή η τάση για λιποθυμία . Η προσβολή πανικού συνοδεύεται επίσης από έναν ανυπόφορο φόβο επικείμενου θανάτου καθώς και από το αίσθημα απώλειας ελέγχου- ενώ το άτομο διακατέχεται από μία ακατανίκητη τάση να ξεφύγει από αυτήν την κατάσταση. Τα συμπτώματα εμφανίζονται ξαφνικά και κορυφώνονται μέσα σε

διάστημα 10 λεπτών της ώρας και στη συνέχεια σταδιακά, σε 30 περίπου λεπτά ή σε μερικές ώρες μειώνονται.

Στην περίπτωση που η διαταραχή πανικού δεν αντιμετωπιστεί, τότε μπορεί να δημιουργήσει στο άτομο πολύ σοβαρά προβλήματα στις κοινωνικές του σχέσεις και τις καθημερινές του δραστηριότητες. Το άτομο με διαταραχή πανικού συχνά αρχίζει να αποφεύγει καταστάσεις ή δραστηριότητες στη διάρκεια των οποίων έτυχε στο παρελθόν να προσβληθεί από πανικό – η τάση αποφυγής είναι πιο έντονη όταν εκτιμά ότι δεν έχει κοντά του κάποιο οικείο πρόσωπο για να το βοηθήσει , αν χρειαστεί. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις το άτομο ίσως να θεωρεί πως οι καταστάσεις στις οποίες μπορεί να προσβληθεί από πανικό είναι τόσες πολλές , που τελικά να καθηλώνεται στο σπίτι , κοντά στους δικούς του , περιορίζοντας έτσι όλες του τις δραστηριότητες . Σε μία τέτοια περίπτωση το άτομο είναι πιθανό να αντιμετωπίζει και αγοραφοβία .

Παρόλο που στον παιδικό πληθυσμό η διαταραχή πανικού είναι εξαιρετικά σπάνια , αναφέρεται από τους ειδικούς πως η διαταραχή άγχους του αποχωρισμού είναι πιθανό να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μία πρώιμη μορφή προσβολής πανικού , η οποία στην εφηβεία ή και αργότερα εξελίσσεται σε διαταραχή πανικού.

Διαταραχές της διάθεσης

Παιδική κατάθλιψη

Η κατάθλιψη είναι η συχνότερη ψυχική διαταραχή – περίπου ένας στους δέκα ανθρώπους νοσεί σε κάποια περίοδο της ζωής του από καταθλιπτική διαταραχή .Σημαντικό στοιχείο αποτελούν οι επιπτώσεις της κατάθλιψης , ως νόσου , στην οικογένεια, την εργασία, την οικονομική κατάσταση και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου. Πρέπει επίσης να τονιστεί η συμβολή της πάθησης αυτής στην εγκατάσταση και διατήρηση διάφορων εξαρτησιακών καταστάσεων, καθώς και οι πολλές φορές καταστροφικές της επιπτώσεις στην οικογένεια και ιδιαίτερα στα παιδιά του πάσχοντος.

Ωστόσο , οι βιωματικές επιπτώσεις της κατάθλιψης για το ίδιο το άτομο που υποφέρει είναι αυτές που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία . Μέτρο της oδύνης του καταθλιπτικού είναι ότι συχνά βλέπει τον θάνατο ως λύτρωση. Έτσι λοιπόν, η κατάθλιψη είναι η πάθηση που οδηγεί συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη σε αυτοκτονία.

Να σημειωθεί εδώ ότι η κατάθλιψη δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη θλίψη, παρά το γεγονός ότι σε βιωματικό επίπεδο αποτελούν ποιοτικά παρεμφερείς συναισθηματικές εμπειρίες . Η Θλίψη είναι ένα συναίσθημα φυσιολογικό , το οποίο βιώνεται από όλους και εκλύεται κάτω από ορισμένες ψυχοτραυματικές συνθήκες -για παράδειγμα η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου , η επαγγελματική ή κοινωνική υποβάθμιση , η διάψευση μίας σημαντικής προσδοκίας, η διακοπή μιας στενής φιλίας , είναι φυσικό να προκαλούν θλίψη . Παθολογικό θα ‘ταν εάν κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν βιωνόταν θλίψη, όπως συμβαίνει σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που συνοδεύονται από έλλειψη της ικανότητας συναισθηματικού κραδασμού (απάθεια) π.χ, σε ορισμένες μορφές της σχιζοφρένειας, σε διαταραχές προσωπικότητας και σε ανοϊκές καταστάσεις .

Στο χώρο της αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας , η πλειονότητα των ερευνητικών δεδομένων αναφέρεται στην κατάθλιψη , που φαίνεται να είναι μία διαταραχή με πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην λειτουργικότητα των παιδιών και των εφήβων, η οποία επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη.

Τα βασικά χαρακτηρισπκά της κατάθλιψης είναι η παρατεταμένη μελαγχολική διάθεση και η απώλεια του ενδιαφέροντος και της ευχαρίστησης σχεδόν για όλες τις δραστηριότητες, μία κατάσταση που είναι γνωστή ως «ανηδονία» . Στο 80% των παιδιών και των εφήβων με τη διάγνωση της κατάθλιψης αναφέρεται επίσης ως βασικό χαρακτηριστικό η ευερέθιστη διάθεση. .Αν και η μελαγχολική ή ευερέθιστη διάθεση μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε άνθρωπο ως αποτέλεσμα κάποιου δυσάρεστου και αγχογόνου γεγονότος , η κλινική κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη διάρκεια και αυξημένη ένταση αυτών των συναισθημάτων , τα οποία παρεμποδίζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου και ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμα σε σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας .

  • Εμφάνιση και συμπεριφορά

Ο καταθλιπτικός έχει πεσμένα χαρακτηριστικά προσώπου , άτονο βλέμμα ,κυρτωμένους ώμους, παραμελημένη αμφίεση και γενικά μειωμένη κινητικότητα.Φαίνεται κουρασμένος και δίνει την εντύπωση ότι η ηλικία του είναι μεγαλύτερη από την πραγματική. Τα παιδιά με κατάθλιψη μπορεί να παρουσιάσουν αυξημένη κινητική δραστηριότητα ή αντίθετα υποτονική διάθεση και μερικές φορές υπερβολικό κλάμα . Οι έφηβοι ενδέχεται να εκφράσουν τη θλίψη τους με επιθετική συμπεριφορά σε λεκτικό επίπεδο , με καταστροφική συμπεριφορά , ή να οδηγηθούν στην κατάχρηση ουσιών.

  • Καταθλιπτκό συναίσθημα

Η βασική διαταραχή στην κατάθλιψη είναι αυτή του συναισθήματος – το συναίσθημα είναι καταθλιπτικό. Το άτομο είναι λυπημένοo , αισθάνεται απογοητευμένο κι έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή. Το συναίσθημα αυτό κατευθύνει και κυριαρχεί σε όλες τις πτυχές της ζωής του . Ο καταθλιπτικός ασθενής δεν έχει κέφι , δεν χαμογελά , χάνει το ενδιαφέρoν του για τη δoυλειά στo σπίτι ή την εργασία του, είναι αναβλητικός και αναποφάσιστος . Τα βλέπει όλα μαύρα , θεωρεί ότι παντού υπάρχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες , υποτιμά τα ευχάριστα γεγονότα και μεγαλοποιεί τα δυσάρεστα , κλείνεται στον εαυτό του .Τα παιδιά με κατάθλιψη βιώνουν συχνά έντονα και παρατεταμένα συναισθήματα θλίψης , ενοχής, ντροπής και υπερευαισθησίας στην κριτική.

  • Ανηδονία

Το άτομο που πάσχει από κατάθλιψη δεν μπορεί πια να αντλήσει ευχαρίστηση από τη ζωή . Δραστηριότητες ή καταστάσεις που απολάμβανε πριν αρρωστήσει, τώρα του είναι αδιάφορες. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται ανηδονία και υπάρχει σχεδόν πάντα στην κατάθλιψη.

  • Σκέψη και αντίληψη

Η σκέψη του καταθλιπτικού , παρασυρόμενη από το συναίσθημα, καθηλώνεται στις ίδιες πάντα μελαγχολικές ιδέες τις οποίες αναμασά συνεχώς και οι οποίες είναι συνήθως αρνητικές και απαισιόδοξες , ιδιαίτερα σε ότι αφορά το μέλλον .Επιπλέον , η κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της αυτοεκτίμησης και σε συναισθήματα προσωπικής αναξιότητας. Η αυτοϋποτίμηση του ασθενή εκφράζεται με ήπιες ιδέες ανεπάρκειας στις ελαφρές μορφές , μέχρι παραληρητικές ιδέες στις βαρύτερες . Τα παιδιά που εμφανίζουν κατάθλιψη αρχίζουν να πιστεύουν ότι δεν είναι ικανά για τίποτα και ότι είναι καταδικασμένα σε όλα με τα οποία μπορεί να ασχοληθούν. Η στάση τους απέναντι στο σχολείο μπορεί να γίνει ιδιαίτερα αρνητική , ενώ ανησυχίες και φόβοι μπορεί να κυριαρχούν στη ζωή τους . Συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη συγκέντρωση της προσοχής και στη λήψη αποφάσεων.

  • Σωματικά συμπτώματα

Συνήθως η καταθλιπτική διάθεση συνοδεύεται από διαταραχές του ύπνου , κυρίως αϋπνία , καθώς και διαταραχές στη διατροφή , που ενδέχεται να οδηγήσουν σε απώλεια βάρους ή και στην εμφάνιση αισθημάτων σωματικής κόπωσης.


Διαταραχή μανίας

Η μανία είναι η αντίπολος κατάσταση της κατάθλιψης – τα περισσότερα συμπτώματά της είναι αντίθετα από αυτά της κατάθλιψης . Ενώ στην κατάθλιψη εκδηλώνεται λύπη , στη μανία εκδηλώνεται ευφορία . Εκεί που στην κατάθλιψη έχουμε ιδέες ενοχής και αυτοϋποτίμησης , στη μανία έχουμε ιδέες αυτοϋπερτίμησης . Στην κατάθλιψη υπάρχει ανορεξία, στη μανία βουλιμία. Παρουσιάζονται βέβαια και ορισμένα συμπτώματα που είναι κοινά στις δύο αυτές καταστάσεις , όπως για παράδειγμα η αϋπνία.

Όπως και η κατάθλιψη, έτσι και η μανία έχει φασική πορεία . Σπάνια όμως υπάρχει επανάληψη αποκλειστικά και μόνον επεισοδίων μανίας – συνήθως εναλλάσσονται οι-φάσεις μανίας με φάσεις κατάθλιψης (διπολική συναισθηματική διαταραχή ή μανιοκατάθλιψη) .

  • Εμφάνιση και συμπεριφορά

Η έκφραση του ατόμου είναι ζωηρή, το βλέμμα του λάμπει και το πρόσωπό του ακτινοβολεί. Κάνει χειρονομίες, είναι ντυμένο με επιδεικτικό και πολλές φορές κάπως γελοίο τρόπο και συμπεριφέρεται με υπερβολική οικειότητα σε αγνώστους.

  • Συναισθημα

βρίσκεται σε έξαρση . Ο πάσχων είναι εύθυμος και φλύαρος , αστειεύεται σαρκάζει, παρουσιάζεται δραστήριος και αισιόδοξος . Γι’ αυτόν το παρόν δεν δείχνει να έχει δυσκολίες και το μέλλον είναι ρόδινο . Η εύθυμη αυτή διάθεση διαχέεται και στο περιβάλλον . Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις κατά τις οποίες το άτομο είναι ευερέθιστο και θυμώνει, ιδίως όταν το περιβάλλον του δεν το παρακολουθεί ή εναντιώνεται στις ιδέες του . Τότε ο ασθενής μπορεί να αντιδράσει με εκνευρισμό, επιθετικότητα, και ενδεχομένως οργή και βία.

  • Διογκωμένη αυτοεκτίμηση

Η παραπάνω συναισθηματική διάθεση συνοδεύεται από μία εξωπραγματική εκτίμηση των ικανοτήτων και της σημαντικότητας του ατόμου. Μερικοί ασθενείς παρουσιάζονται απλώς με υπερβολική αυτοπεποίθηση και έλλειψη αυτοκριτική ς (πιστεύει πως είναι δυνατός, ωραίος, έξυπνος, πλούσιος και ικανός) . Άλλοι όμως αναπτύσσουν αίσθηση υπερεκτίμησης του εαυτού τους, μέχρι το σημείο της εμφάνισης σαφώς εξωπραγματικών παραληρητικών ιδεών μεγαλείου. Έτσι, μανιακοί ασθενείς μπορεί να φτάσουν να πιστεύουν ότι έχουν ειδική σχέση με το Θεό , ότι έχουν ένα καταπληκτικό σχέδιο με το οποίο θα σώσουν τον κόσμο από την καταστροφή, ή ότι έχουν μοναδικά ταλέντα και ικανότητες.

  • Ομιλία

Οι μανιακοί ασθενείς μιλούν δυνατά και γρήγορα και συνήθως είναι δύσκολο να τους διακόψει κανείς . Έχουν πλήθος ιδεών , γι’ αυτό και η ομιλία τους είναι αδιάκοπη, μεταπηδούν από το ένα θέμα στο άλλο, ενώ συχνά γίνονται ασυνάρτητοι .

  • Αυξημένη δραστηριότητα

Το άτομο είναι υπερκινητικό , κοιμάται λίγο και κουράζεται δύσκολα, αλλά δεν αποδίδει στην εργασία του , για το λόγο ότι αρχίζει μία δουλειά και την αφήνει στη μέση , επειδή η προσοχή του αποσπάται αλλού (μπορεί να κάνει ταυτόχρονα πολλά σχέδια, π.χ. να βάψει το σπίτι του, να γράψει ένα μυθιστόρημα, να επισκευάσει το αυτοκίνητό του, όλα την ίδια μέρα) . Σχεδόν πάντα υπάρχει αυξημένη κοινωνικότητα με προσπάθειες για ανανέωση παλαιών γνωριμιών και τηλεφωνήματα σε φίλους όλη τη νύχτα. Η υπερκινητικότητα μπορεί να φτάσει στο έπακρο, οπότε ο μανιακός τρέχει, πηδά, αναβαίνει στα δέντρα, βωμολοχεί, καταβροχθίζει ασταμάτητα και παρουσιάζει μείωση των ηθικών του αναστολών.

  • Σωματικά συμπτώματα

Σχεδόν όλοι οι μανιακοί ασθενείς βιώνουν μία μειωμένη ανάγκη για ύπνο που είναι χαρακτηριστική . Νιώθουν γεμάτοι ενέργεια και κατακλύζονται από ενεργητικότητα , παρά το γεγονός ότι δεν ξεκουράζονται καθόλου ή πολύ λίγο . Δεν κουράζονται, δεν νιώθουν την ανάγκη για ανάπαυση και μπορούν να συνεχίζουν χωρίς ύπνο για μέρες, μη αισθανόμενοι κούραση.

Επιπλέον, στα σωματικά συμπτώματα πρέπει να συμπεριληφθεί και η αύξηση της όρεξης.

Σωματόμορφες διαταραχές

Σωματική δυσμορφική διαταραχή

Χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενασχόληση του πάσχοντος με φανταστικό σωματικό μειονέκτημα ή μεγαλοποίηση υπάρχοντος σωματικού ελαττώματος, σε βαθμό που προκαλεί σημαντική δυσφορία ή συνεπάγεται έκπτωση στην προσωπική , την κοινωνική ή την επαγγελματική του ζωή . Αρχίζει κατά κανόνα στην εφηβική ηλικία, αλλά το άτομο αναζητά ιατρική βοήθεια στη δεύτερη ή στην τρίτη δεκαετία της ζωής του.

Ο πάσχων από δυσμορφοφοβία είναι πεπεισμένο ς ότι ένα τμήμα του σώματός του είναι ή πολύ μεγάλο ή πολύ μικρό ή δύσμορφο . Τα συνήθη παράπονα αφορούν στη μύτη, τα αυτιά, το στόμα, τα χέρια ή τα πόδια. Ο πάσχων μπορεί να ασχολείται διαρκώς με τη δυσμορφική του πεποίθηση, να αποφεύγει τους καθρέφτες – και να θεωρεί ότι οι άλλοι έχουν επισημάνει και συζητούν για την υποτιθέμενη δυσμορφία του. Ακόμη, ενοχοποιεί τη συγκεκριμένη δυσμορφία για όλες τις δυσκολίες του.

Η διαταραχή αυτή μπορεί να οδηγήσει τα άτομα να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους, να απομονωθούν κοινωνικά, να παρατήσουν τις σπουδές τους ή την εργασία τους, να μην βγαίνουν ραντεβού ή να φτάσουν σε διαζύγιο ύστερα από έντονα συζυγικά προβλήματα. Ακόμη, μπορεί να τα οδηγήσει σε γενικές ιατρικές, χειρουργικές ή πλαστικές επεμβάσεις που μπορεί να επιδεινώσουν τη διαταραχή επιτείνοντας την ενασχόληση ή με την εμφάνιση νέων ενασχολήσεων που θα οδηγήσουν σε νέες επεμβάσεις, κ.λ.π.

Διαταραχή πόνου

Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι η υπερβολική ενασχόληση με έντονο πόνο , ενώ απουσιάζουν σωματικά ευρήματα που θα δικαιολογούσαν την ύπαρξη του πόνου και την έντασή του . Πρόκειται για πολύ συχνή διαταραχή , που προσβάλλει με διπλάσια συχνότητα τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες .

Οι ασθενείς με τη διαταραχή αυτή μπορεί να εμφανίσουν ποικίλους πόνους , όπως κεφαλαλγίες, οσφυαλγίες , άτυπους πόνους προσώπου , κοιλιακούς πόνους και άλλα. Το βασικό κλινικό χαρακτηριστικό είναι ο πόνος ικανής έντασης, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά και επιτείνεται κατά τις επόμενες εβδομάδες ή μήνες . Οι ασθενείς επισκέπτονται συχνά γιατρούς και νοσοκομεία και ζητούν φαρμακευτική αγωγή.

Αναφορικά με την κλινική εικόνα των ασθενών με διαταραχή πόνου , αυτή συχνά επιπλέκεται με κατάχρηση ουσιών , εξαιτίας αναζήτησης φαρμάκων για την άμβλυνση του πόνου, ενώ τον θεωρούν αιτία όλων των δεινών τους. Όχι σπάνια, η κλινική εικόνα συμπληρώνεται με κατάθλιψη – ενώ δυσθυμική διαταραχή ή καταθλιπτικά συμπτώματα έχουν περιγραφεί σε πολύ μεγάλη αναλογία ασθενών , που κυμαίνεται μεταξύ 60 – 100 % .

Διαταραχή σωματοποίησης

Χαρακτηρίζεται από σωματικά ενοχλήματα από πολλά όργανα και συστήματα. Αρχίζει συνήθως πριν από την ηλικία των 30 ετών, έχει χρόνια πορεία και συχνά συνυπάρχει με .άλλες ψυχικές διαταραχές. Τα συμπτώματα συχνά περιγράφονται από τους πάσχοντες με δραματικό τρόπο και περιλαμβάνουν άλγη , άγχος , γαστρενετερικές διαταραχές και άλλα . Παρά την πολλαπλότητα των ενοχλημάτων ο άρρωστος παραμένει για μακρό διάστημα σχετικά ικανός για την επιτέλεση των κοινωνικών του ρόλων.

Πολύ συχνά τα άτομα υποβάλλονται σε άσκοπες εργαστηριακές εξετάσεις και χειρουργικές επεμβάσεις , εμφανίζουν κατάθλιψη και απόπειρες αυτοκτονίας, καταφεύγουν σε κατάχρηση ουσιών και δημιουργούν οικογενειακά προβλήματα.

Yποχονδρίαση

Χαρακτηρίζεται από εξωπραγματικούς φόβους ότι το άτομο πάσχει από σοβαρή νόσο, ως αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας σωματικών συμπτωμάτων και ενοχλημάτων , παρά το γεγονός ότι οι κλινικές εξετάσεις είναι αρνητικές.

Ο υποχονδριακός ασθενής παρουσιάζει έντονη και υπερβολική ενασχόληση με τη σωματική του υγεία και τείνει να υπερεκτιμά συμπτώματα και φυσιολογικές αντιδράσεις και να τις ερμηνεύει ως ενδείξεις νόσου (π.χ. ο παραμικρός βήχας ερμηνεύεται ως σημείο καρκίνου) . Πιστεύει ότι πάσχει από σοβαρή νόσο (καρκίνο, καρδιοπάθεια , AIDS κ.α.) , η οποία δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί με τις εργαστηριακές εξετάσεις και δεν πείθεται με τις διαβεβαιώσεις των γιατρών περί του αντιθέτου . Η πεποίθησή του παραμένει , παρά τις αρνητικές εξετάσεις και την πάροδο ικανού χρόνου , χωρίς να εκδηλωθεί η νόσος που επικαλείται . Επίσης , η ενασχόληση του ασθενούς συνεπάγεται έντονο στρες, με σοβαρές συνέπειες στην επαγγελματική και κοινωνική του λειτουργικότητα.


Αναπτυξιακές διαταραχές

Σύνδρομο Rett

Η διαταραχή εκδηλώνεται μεταξύ του 7ου και 24ου μήνα . Η φυσιολογική ανάπτυξη διακόπτεται και παρατηρείται μερική ή πλήρης απώλεια των ικανοτήτων της ομιλίας και της εκούσιας χρησιμοποίησης των χεριών, καθώς και επιβράδυνση της ανάπτυξης του κρανίου. Χαρακτηριστικές είναι οι στερεοτυπικές κινήσεις των χεριών, όπως περιστροφές, τρίψιμο των χεριών μεταξύ τους ή γράπωμα. Συχνά παρατηρούνται επιληπτικές κρίσεις και διαπιστώνεται βαρειά νοητική καθυστέρηση.

Η καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης και της λήψης βάρους είναι έκδηλη, όπως επίσης και η απουσία κατανόησης και επικοινωνίας με λεκτική έκφραση.


Σύνδρομο Αsperger

Πρόκειται για μία διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ικανότητας για κοινωνικές σχέσεις και την ενασχόληση με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες με έναν μηχανικό, στερεότυπο τρόπο .

Υπάρχει διαμάχη για το αν το σύνδρομο Asperger αποτελεί μία ξεχωριστή κλινική οντότητα ή εντάσσεται σ’ ένα αυτιστικό συνεχές , όπου δεν υπάρχουν καθαρά διαχωριστικά όρια . Συχνά αναφέρεται ως αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας , γιατί ακριβώς οι διαφορές από τον τυπικό αυτισμό αφορούν στη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου και της νοημοσύνης.

Η εκδήλωση τοποθετείται γύρω από το 3ο έτος, μετά από μία φυσιολογική ανάπτυξη . Όπως προαναφέρθηκε , δεν υπάρχει καθυστέρηση στο λόγο ή στην ανάπτυξη των γνωσιακών λειτουργιών. Η νοημοσύνη .εξελίσσεται φυσιολογικά . Παρατηρείται όμως μία έλλειψη επικοινωνίας και ενδιαφέροντος για τις κοινωνικές σχέσεις . Όσο μεγαλώνει το παιδί απομονώνεται κοινωνικά ,δεν κάνει φιλίες ,ασχολείται αποκλειστικά με τα δικά του ενδιαφέροντα .

Διαβάζει πολύ επιλεγμένα θέματα και απομνημονεύει ανούσιες λεπτομέρειες, που απαιτούν όμως μεγάλες μνημονικές ικανότητες , π.χ, δρομολόγια ή γεωγραφικούς όρους. Ο λόγος είναι μονότονος , με έντονη ενασχόληση για την χρησιμοποίηση της σωστής λέξης. Το παιδί έχει καλή φυσική κατάσταση , είναι όμως αδέξιο στις κινήσεις και συχνά παρουσιάζει στερεοτυπίες .


Διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή

Ο όρος εισήχθη στην Παιδοψυχιατρική από τον Kanner , ο οποίος δημοσίευσε το 1943 τις «Αυτιστικέξ διαταραχές της συναισθηματικής επαφής». Ο αυτισμός παρατηρείται σε 3 – 4/ 10.000 παιδιά, ενώ σε σχέση με το φύλο υπερτερούν κατά πολύ τα αγόρια. Η τυπική κλινική εικόνα του αυτισμού περιλαμβάνει:

Αυτιστική απομόνωση. Το παιδί φαίνεται κλεισμένο στον κόσμο του – είναι σαν να μην ακούει και να μην βλέπει τα αντικείμενα και τα πρόσωπα. Έχει ένα βλέμμα περιφερικό , σαν να κοιτάζει τον ορίζοντα χωρίς η ματιά του να σταματάει κάπου .Απέναντι στους ενήλικες ή στα άλλα παιδιά δείχνει μία μεγάλη αδιαφορία, σαν οι άλλοι να μην υπάρχουν. Αρνείται την επαφή, ενώ αν πιεστεί αντιδρά με έντονο θυμό. Είναι απαθές στον πόνο και την ευχαρίστηση – χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, καίγεται, χωρίς να κλαίει και χωρίς να δείχνει ότι πονάει

Ανάγκη του σταθερού – αμετακίνητου . Το αυτιστικό παιδί έχει κάποιο ενδιαφέρον για τα αντικείμενα. Θέλει να τα αγγίξει, να τα μυρίσει , να τα βάλει στο στόμα του. Η θέση όμως των αντικειμένων πρέπει να είναι σταθερή στο χώρο -υπάρχει μία επιτακτική ανάγκη να διατηρείται το υλικό περιβάλλον αμετακίνητο. Για ένα αντικείμενο που σπάει ή που αλλάζει θέση , το παιδί βιώνει μία κατάσταση μεγάλης απελπισίας και εκδηλώνει φοβερό θυμό. Παρουσιάζει επίσης αντίσταση στην αλλαγή των συνθηκών του περιβάλλοντος όπου ζει. Τα περισσότερα αυτιστικά παιδιά ακολουθούν πάντα την ίδια διαδρομή, κάθονται στην ίδια θέση στο τραπέζι, προτιμούν το ίδιο φαγητό.

Στερεοτυπίες των κινήσεων . Κυρίαρχη στερεοτυπία είναι η αδιάκοπη επανάληψη των κινήσεων των χεριών , κυρίως των δακτύλων , μπροστά στα μάτια .Το παιδί επίσης κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του και αιωρείται εμπρός ή πίσω.

Οι διαταραχές του λόγου είναι πάντοτε παρούσες. Στις μισές των περιπτώσεων, μέχρι την ηλικία των 5 ετών δεν υπάρχει κανένας λόγος. Το παιδί μπορεί να βγάζει ήχους, να μουρμουρίζει ή να ηχολαλεί – δηλαδή να επαναλαμβάνει λέξεις ή φράσεις χωρίς νόημα και χωρίς αξία επικοινωνίας. Άλλες φορές έχει κάποιο λόγο αλλά πολύ διαταραγμένο , δεν χρησιμοποιεί τις αντωνυμίες , δεν έχει σύνταξη ούτε γραμματικούς κανόνες. Παρατηρούνται επίσης νεολογισμοί, κατασκευή νέων λέξεων με άγνωστη όμως σημασία για τον συνομιλητή . Ο ήχος της φωνής είναι μονότονος και στερεότυπος .

Προσκόλληση σε ορισμένα ανπκείμενα . Τα αυτιστικά παιδιά δείχνουν παθολογική προσκόλληση σε ορισμένα περίεργα και ασυνήθιστα αντικείμενα .Συνήθως πρόκειται για σκληρά μεταλλικά αντικείμενα, π.χ, ένα κονσερβοκούτι , ένα κομμάτι από σπασμένο παιχνίδι, τα οποία κρατάνε πάντα πολύ σφιχτά και δύσκολα τα αποχωρίζονται .

Νοηπκή ανάπτυξη . Είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι νοητικές ικανότητες, γιατί σχεδόν πάντα συνυπάρχουν οι διαταραχές του λόγου. Τα περισσότερα πάντως παιδιά με αυτισμό έχουν μειωμένες νοητικές ικανότητες και υπολείπονται σε όλες τις διεργασίες που απαιτούν συμβολική σκέψη. Περίπου το 70 % έχουν νοητικό πηλίκο (IQ) μικρότερο του 70 (νοητική υστέρηση). Ένα ποσοστό 5 % έχει νοητικό πηλίκο μεγαλύτερο του 100 .

Μερικά από τα αυτιστικά παιδιά είναι ιδιαίτερα προικισμένα σ’ έναν ορισμένο τομέα και δείχνουν ασυνήθιστες ικανότητες σ’ αυτόν (ακόμη και συγκριτικά με άτομα που έχουν υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης) , Π.χ. έχουν εκπληκτική μνήμη,μαθαίνουν ποιήματα, κάνουν αριθμητικές πράξεις, έχουν πολύ καλές επιδόσεις στη μουσική . Για τις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται ο όρος «ιδιοφυής ιδιωτεία» .

Θεραπευτικές προσεγγίσεις

Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις στον αυτισμό έχουν ως στόχο την κατάκτηση της επικοινωνίας και τον έλεγχο της ακατάλληλης ή δυσπροσαρμοστικής συμπεριφοράς. Απευθύνονται τόσο στο παιδί, όσο και στους γονείς.

Πολύ σημαντική και ουσιαστική είναι η συμβουλευτική των γονέων , που σκοπό έχει την κατανόηση της φύσης του προβλήματος από την πλευρά τους, καθώς και τη συναισθηματική τους υποστήριξη στις δυσκολίες της καθημερινής συμβίωσης με το αυτιστικό παιδί.

Η χρησιμότητα της φαρμακοθεραπείας στον αυτισμό δεν είναι αποδεδειγμένη συνήθως ο γιατρός καταφεύγει στη χορήγηση μικρών δόσεων αντιψυχωσικών περιστασιακά, όταν θέλει να κατευνάσει τη διέγερση ενός αυτιστικού παιδιού.

Μεγάλο βάρος δίνεται στην εκπαίδευση των αυτιστικών παιδιών με τεχνικές που βασίζονται σε θεωρίες συμπεριφοράς . Τα παιδιά αυτά ανταποκρίνονται στους πρωτογενείς ενισχυτές (π.χ. φαγητό, νερό) , αλλά αγνοούν τους δευτερογενείς ή κοινωνικούς ενισχυτές (π.χ. την λεκτική επιβράβευση) . Ένα άλλο πρόβλημα προκύπτει από την έλλειψη δυνατότητας γενίκευσης του ερεθίσματος – απάντησης και διατήρησης της απάντησης. Έτσι, όταν τα αυτιστικά παιδιά βρεθούν σε νέες καταστάσεις ή σε νέες συνθήκες , δεν μπορούν να αναπαραγάγουν αυτά που έχουν μάθει.

Η δυνατότητα λεκτικής επικοινωνίας παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του αυτισμού . Γίνονται μεγάλες προσπάθειες για την απόκτηση επικοινωνίας και για εκπαίδευση στο λόγο .Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί σε παιδιά χαμηλής λειτουργικότητας , προτείνεται η νοηματική γλώσσα , με τεχνικές αντίστοιχες με αυτές που χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση των κωφών .

Διαταραχές επικοινωνίας

Τραυλισμός

Η διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από προβλήματα στη φυσιολογική ροή της ομιλίας, όπως επαναλήψεις ήχων και συλλαβών, επιμηκύνσεις ήχων, μπλοκάρισμα στην ομιλία ή υποκαταστάσεις λέξεων

Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό που οι γονείς ονομάζουν τραυλισμό στην ομιλία του παιδιού είναι πιθανό να αφορά φυσιολογικές δυσκολίες στη ροή της ομιλίας. Εάν καμιά φορά το παιδί επαναλαμβάνει το πρώτο γράμμα (σ-σ-σ-σήκω) ή την πρώτη συλλαβή (θε-θε-θε-θέλω) ή ακόμα και ολόκληρη την λέξη (όταν-όταν- όταν), αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τραυλίζει. Συχνά οι επαναλήψεις, οι παύσεις και η γενικότερη σύγχυση στην ομιλία είναι φυσιολογικές αντιδράσεις. Κατά την προσχολική ηλικία, τα παιδιά έχουν πολλές εμπειρίες για τις οποίες θέλουν να μιλήσουν χωρίς όμως να μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν πολλές λέξεις ταυτόχρονα, προκειμένου να εκφραστούν άνετα. Είναι λοιπόν πιθανό ορισμένα συμπτώματα του τραυλισμού να παρουσιάζονται σε κάποιο παιδί, χωρίς ωστόσο να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα. Ο ειδικός είναι αυτός ο οποίος μπορεί να διακρίνει τη φυσιολογική δυσκολία στη ροή της ομιλίας, από τη διαταραχή του τραυλισμού.

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM – IV, ο τραυλισμός αναφέρεται στη διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας (που δεν ταιριάζουν στην ηλικία του ατόμου), η οποία χαρακτηρίζεται από τη συχνή παρουσία ενός από τα ακόλουθα:


  • επαναλήψεις ήχων και συλλαβών

  • επιμηκύνσεις ήχων

  • επιφωνήματα

  • σπασμένες λέξεις (π.χ, παύσεις μέσα σε μία λέξη)

  • ηχηρό ή σιωπηλό μπλοκάρισμα (γεμάτες ή κενές παύσεις της ομιλίας)

  • περιφράσεις (υποκαταστάσεις λέξεων για την αποφυγή προβληματικών λέξεων)

  • λέξεις παραγόμενες με υπερβολική σωματική ένταση

  • επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων (π.χ, το-το-το-το-είδα)

  • Επιπλέον, η διαταραχή της ροής της ομιλίας παρεμποδίζει τη σχολική ή επαγγελματική απόδοση ή την κοινωνική επικοινωνία.

  • Επιδημιολογικά στοιχεία

Ο τραυλισμός εκδηλώνεται συνήθως για πρώτη φορά κατά την προσχολική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μάλιστα η τάση της εμφάνισης του τραυλισμού σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, ο τραυλισμός εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 18 μηνών και 12 ετών, με σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης στις ηλικίες μεταξύ 2 και 5 ετών. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως κατά την περίοδο όπου η γλωσσική ανάπτυξη εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό.

Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις ο τραυλισμός μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς την παρέμβαση ειδικού, συχνά τίθεται το ερώτημα εάν θα πρέπει το παιδί που τραυλίζει να παραπέμπεται για θεραπευτική αντιμετώπιση. Συνήθως οι ειδικοί εκτιμούν ότι η παραπομπή του παιδιού θα πρέπει να γίνεται εφόσον οι δυσκολίες στη ροή του λόγου εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση με την πάροδο του χρόνου, ή όταν ο τραυλισμός δημιουργεί στο παιδί και τους γονείς του υπερβολικό άγχος, το οποίο μπορεί να εκδηλώνεται αργότερα και με τικ. Συνήθως ο ειδικός σε πρώτη φάση επικεντρώνεται στη συμβουλευτική των γονέων και προσπαθεί να τους διευκολύνει προκειμένου να υιοθετήσουν αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του παιδιού που τραυλίζει. Σε περίπτωση που αυτή η προσπάθεια δεν είναι επαρκής, τότε ο ειδικός εφαρμόζει τη θεραπευτική αντιμετώπιση που απορρέει από τη θεωρητική προσέγγιση την οποία υιοθετεί για την αιτιολογία του τραυλισμού.


Φωνολογική διαταραχή

Το βασικό χαρακτηριστικό της διαταραχής αυτής είναι η αδυναμία του παιδιού να χρησιμοποιήσει αναπτυξιακά αναμενόμενους ήχους. Έτσι, μπορεί να υποκαθιστά ήχους ή να παραλείπει ήχους όπως τα τελικά σύμφωνα. Οι δυσκολίες στην παραγωγή του ήχου της ομιλίας παρεμποδίζουν τη σχολική επίδοση και την επικοινωνία.

Στην προσπάθεια αντιμετώπισης των διαταραχών γλωσσικής έκφρασης καθώς και παρόμοιων διαταραχών επικοινωνίας, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η συχνή υποχώρηση των προβλημάτων αυτών μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών χωρίς να είναι αναγκαία κάποιου είδους παρέμβαση. Είναι όμως πολύ πιθανόν οι γονείς των παιδιών αυτών να αναζητήσουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του ειδικού ώστε να κατανοήσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και να βεβαιωθούν ότι λειτουργούν με τρόπο που βοηθά αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους. Επομένως, η ένταξη του παιδιού με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα σύντομης διάρκειας κρίνεται πολλές φορές σκόπιμη, με στόχο κυρίως την εκπαίδευση των γονέων σε τεχνικές οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν τη γλωσσική έκφραση του παιδιού.

Μεικτή διαταραχή της γλωσσικής αντίληψης και έκφρασης

Στην περίπτωση αυτή οι δυσκολίες γλωσσικής έκφρασης συνοδεύονται και από δυσκολίες στην κατανόηση του προφορικού λόγου, παρά το γεγονός ότι το παιδί δεν έχει προβλήματα ακοής. Τα παιδιά με αυτήν τη διαταραχή έχουν συνήθως δυσκολίες στην παραγωγή φθόγγων, δυσκολεύονται στη διάκριση ορισμένων ήχων ή συγκεκριμένων εννοιών – όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν στο χώρο – και συχνά εκδηλώνονται με υπερδραστηριότητα και απροσεξία. Ακόμη, μπορεί να παρουσιάσουν αργότερα δυσκολίες στην ανάγνωση και τη γραφή.



Διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης

Όπως είναι γνωστό, συνήθως παρατηρούνται σημαντικές ατομικές διαφορές σε ό,τι αφορά τη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών. Στην περίπτωση όμως που ένα παιδί δεν μπορεί να προφέρει μεμονωμένες λέξεις (ή φωνήματα τα οποία μοιάζουν με λέξεις) στην ηλικία των δύο περίπου ετών, και δεν καταφέρνει να σχηματίσει απλές προτάσεις με δύο λέξεις στην ηλικία των τριών ετών, τότε θεωρείται ότι παρουσιάζει σημαντική καθυστέρηση στη γλωσσική έκφραση.

Τα παιδιά αυτά έχουν συνήθως φτωχό λεξιλόγιο, δεν χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τις λέξεις που ξέρουν, οι προτάσεις τους είναι μικρές σε έκταση και έχουν ανώριμη δομή, έχουν δυσκολίες στη σύνταξη και αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν σωστά ορισμένα στοιχεία της γραμματικής όπως προθέσεις, αντωνυμίες, άρθρα και κλίσεις ονομάτων και ρημάτων. Επίσης τα παιδιά αυτά μπορεί να έχουν δυσκολίες στην αντίληψη της χρονικής σειράς των γεγονότων.

Προκειμένου να τεθεί η διάγνωση της διαταραχής της γλωσσικής έκφρασης θα πρέπει η νοημοσύνη του παιδιού να είναι φυσιολογική, να μην υπάρχει κινητικό ελάττωμα λόγου και να μην υπάρχουν αισθητηριακά ελλείμματα ή περιβαλλοντική αποστέρηση. Επίσης, η χρήση των εξωλεκτικών σημείων (όπως το χαμόγελο και οι χειρονομίες), καθώς και η ικανότητα μη λεκτικής «κοινωνικής» επικοινωνίας θα πρέπει να είναι σχετικά ανέπαφες. Με άλλα λόγια, το παιδί με τη διαταραχή γλωσσικής έκφρασης προσπαθεί να επικοινωνήσει – παρά τη δυσκολία του να εκφραστεί λεκτικά – και επιχειρεί να αντισταθμίσει την αδυναμία του αυτή με χειρονομίες, μιμική ή άλαλα φωνήματα.

~ Δύο άλλες διαταραχές της επικοινωνίας που σχετίζονται άμεσα με τη διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης είναι η μεικτή διαταραχή της γλωσσικής αντίληψης και έκφρασης και η φωνολογική διαταραχή (πρώην αναπτυξιακή διαταραχή της άρθρωσης).